- ἀναλόγισμα
- ἀνα-λόγισμα, das Zusammenhalten einer Sache mit einer andern, um ihr gegenseitiges Verhältnis auszumitteln, Vergleichung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναλόγισμα — ἀναλόγισμα, το (Α) [ἀναλογίζομαι] συμπέρασμα που εξάγεται μετά από σύγκριση … Dictionary of Greek
ἀναλογίσματα — ἀναλόγισμα a result of reasoning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογίσματος — ἀναλόγισμα a result of reasoning neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλογίζομαι — (Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι) 1. σκέφτομαι γεγονότα τού παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ 2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω αρχ. 1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω 2. κάνω μαθηματικόν… … Dictionary of Greek